- ἄρκια
- ἄρκιονburdockneut nom/voc/acc plἄρκιοςto be relied onneut nom/voc/acc plἄρκιοςto be relied onneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄρκι' — ἄρκια , ἄρκιον burdock neut nom/voc/acc pl ἄρκια , ἄρκιος to be relied on neut nom/voc/acc pl ἄρκια , ἄρκιος to be relied on neut nom/voc/acc pl ἄρκιε , ἄρκιος to be relied on masc voc sg ἄρκιε , ἄρκιος to be relied on masc/fem voc sg ἄρκιαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκιος — (I) ἄρκιος, α, ον (Α) 1. αρκετός 2. αυτός που αποκρούει τον κίνδυνο, ο ασφαλής, ο βέβαιος 3. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 4. «ἄρκια νούσων» φάρμακα για τις αρρώστιες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα αρκώ*, άρκος* (θ. αρκ. < ΙΕ ρίζα *areq «προστατεύω,… … Dictionary of Greek